- προικοσύμφωνο
- τοσυμβόλαιο μεταξύ γαμπρού και συγγενών της νύφης με κατάλογο των ειδών της προίκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προικοσύμφωνο — το / προικοσύμφωνον, ΝΜ συμβόλαιο μεταξύ τού γαμπρού και τών γονέων ή κηδεμόνων τής νύφης ή και τής ίδιας τής νύφης, το οποίο περιείχε κατάλογο τών κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία δίνονταν ως προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός… … Dictionary of Greek
ναυλοσύμφωνο — το ιδιωτικό έγγραφο στο οποίο περιέχεται η σύμβαση ναύλωσης πλοίου, το ναυλωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + σύμφωνο κατά το προικοσύμφωνο] … Dictionary of Greek
παρακαλεστός — και παρακαλετός, ή, ό / παρακαλεστός, ή, όν, ΝΜ [παρακαλώ] 1. αυτός που κάνει κάτι έπειτα από παρακλήσεις, χαριστικά («παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει», παροιμ. φρ.) 2. αυτός που γίνεται με ικεσίες, με παρακλήσεις, με παρακάλια… … Dictionary of Greek
προικώος — α, ο / προικῷος, ῴα, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση νεοελλ. φρ. «προικώο σύμφωνο» το προικοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ῷος (πρβλ. πατρ ῷος)] … Dictionary of Greek
στίλα — ἡ, Α σκεύος άγνωστης χρήσης που αναφέρεται σε συμβόλαιο γάμου, σε προικοσύμφωνο … Dictionary of Greek
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek